- μεταγνώθω
- και μεταγνώνω (Μ μετα[γ]νώθω)λυπάμαι για κάτι κακό που έκανα, μεταμελούμαι, μετανοώμσν.αλλάζω γνώμη, μεταβάλλω προηγούμενη απόφαση, μετανιώνω.[ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. σχηματισμός από τον αόρ. μετ-έγνωσα τού μεταγιγνώσκω, κατά το σχήμα ἔκλωσα: κλώθω, ἄλεσα: ἀλέθω, ἔγνεσα: γνέθω. Το ρ. μεταγνώνω είναι επίσης υποχωρητ. σχηματισμός από μετ-έ-γνωσα κατά το σχήμα ἔλειωσα: λειώνω].
Dictionary of Greek. 2013.