μεταγνώθω

μεταγνώθω
και μεταγνώνω (Μ μετα[γ]νώθω)
λυπάμαι για κάτι κακό που έκανα, μεταμελούμαι, μετανοώ
μσν.
αλλάζω γνώμη, μεταβάλλω προηγούμενη απόφαση, μετανιώνω.
[ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. σχηματισμός από τον αόρ. μετ-έγνωσα τού μεταγιγνώσκω, κατά το σχήμα ἔκλωσα: κλώθω, ἄλεσα: ἀλέθω, ἔγνεσα: γνέθω. Το ρ. μεταγνώνω είναι επίσης υποχωρητ. σχηματισμός από μετ-έ-γνωσα κατά το σχήμα ἔλειωσα: λειώνω].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • μετ(α)- — και μεθ και ματα (ΑM μετ[α] , Α και μεται και πεδα ) α συνθετικό πολλών συνθέτων τής Ελληνικής το οποίο ανάγεται στην πρόθεση / προρρηματικό μετά. Εμφανίζεται και με τη μορφή μεθ όταν το φωνήεν τού β συνθετικού δασύνεται (πρβλ. μεθ εόρτια, μεθ… …   Dictionary of Greek

  • μετάγνωμα — το (Μ μετάγνωμα) [μεταγνώθω] μεταμέλεια, μετάνοια μσν. αλλαγή γνώμης, μεταβολή απόφασης, μετάνιωμα …   Dictionary of Greek

  • μεταγνωμός — ο [μεταγνώθω] μεταμέλεια, μετάνοια, μετάνιωμα …   Dictionary of Greek

  • μεταγνώνω — βλ. μεταγνώθω …   Dictionary of Greek

  • μετανιώθω — (Μ) μετανοώ, μεταμελούμαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεταγνώθω, με επίδραση τού μετανιώνω] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”